- πανανθρώπινος
- -η, -οαυτός που ανήκει ή αναφέρεται σ' όλους τους ανθρώπους: Η προστασία του περιβάλλοντος είναι πανανθρώπινο αίτημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πανανθρώπινος — η, ο [πανάνθρωπος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλους τους ανθρώπους, παγκόσμιος («θέλουμε πανανθρώπινη τη λευτεριά») … Dictionary of Greek
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
πανάνθρωπος — πανάνθρωπος, ον (Α) πανανθρώπινος, που ανήκει σε όλους τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄνθρωπος] … Dictionary of Greek